έκθυσις

έκθυσις
(-εως) η мед. высыпание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έκθυσις" в других словарях:

  • ἔκθυσις — atonement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθυσις — (I) ἔκθυσις, η (Α) βλ. έκθυση. (II) ἔκθυσις, η (Α) εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή …   Dictionary of Greek

  • ἐκθύσεις — ἔκθυσις atonement fem nom/voc pl (attic epic) ἔκθυσις atonement fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθυσιν — ἔκθυσις atonement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθυση — η (Α ἔκθυσις) εμφάνιση εξανθημάτων στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • σεπτήρια — Γιορτή που γινόταν στην αρχαιότητα στους Δελφούς κάθε 9 χρόνια, σε ανάμνηση του αγώνα μεταξύ Πύθωνα και Απόλλωνα. Έφτιαχναν αρχικά ένα ομοίωμα της καλύβας του Πύθωνα, έπειτα ακολουθούσε μια απομίμηση της μονομαχίας Πύθωνα Απόλλωνα, και κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • ἐκθύσεως — ἐκθύσεω̆ς , ἔκθυσις atonement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»